- σοσιαλδημοκράτης
- οοπαδός της σοσιαλδημοκρατίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σοσιαλδημοκράτης — ο, θηλ. σοσιαλδημοκράτισσα, Ν οπαδός τής σοσιαλδημοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γερμ. sozialdemokrat < sozial «κοινωνικός» + demokrat (< δημοκράτης)] … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σοσιαλδημοκράτη ή στην σοσιαλδημοκρατία 2. φρ. «σοσιαλδημοκρατικό κόμμα» πολιτικό κόμμα τού οποίου η ιδεολογία και το πρόγραμμα προσδιορίζονται από την ιδεολογία και τις αρχές τής σοσιαλδημοκρατίας.… … Dictionary of Greek
σοσιαλδημοκρατισμός — ο, Ν η ιδεολογία και η πρακτική τής σοσιαλδημοκρατίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοσιαλδημοκράτης + κατάλ. ισμός*] … Dictionary of Greek
σοσιαλεπαναστάτες — Οπαδοί ρωσικού κόμματος, που ιδρύθηκε το 1900 από τον Τσέρνοφ. Το κόμμα προερχόταν από τις τάξεις του ρωσικού σοσιαλισμού, του οποίου υιοθέτησε το πρόγραμμα και την τρομοκρατική δράση του. Οι σ. έστρεψαν ταυτόχρονα την προσοχή τους στους αγρότες … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Γκρότεβολ, Ότο — (Otto Grotewohl, Μπρούνσβικ 1894 – Βερολίνο 1964).Γερμανός πολιτικός. Υπήρξε σοσιαλδημοκράτης βουλευτής στη Δίαιτα (βουλή) του Μπρούνσβικ (1920 25) και ύστερα βουλευτής στο Ράιχσταγκ (1925 33), ενώ φυλακίστηκε πολλές φορές από τους ναζί. Στο… … Dictionary of Greek